ψωρίτης

ψωρίτης
ο , ψωρίτισσα η см. ψωριάρης 1, 2, 4

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψωρίτης" в других словарях:

  • ψωρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. ψωρίτισσα, Ν νεοελλ. ψωριάρης αρχ. φρ. «ψωρίτης λίθος» πωρόλιθος (Κυραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρίτης — ψωρί̱της , ψωρίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωρίτην — ψωρί̱την , ψωρίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»